- τετράρριζοι
- τετράρριζοςwith four rootsmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τετράρριζος — ον, Α 1. αυτός που έχει τέσσερεις ρίζες («τετράρριζοι ὀδόντες», Γαλ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ τετράρριζος οδονταλγία, πονόδοντος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + ρριζος (< ῥίζα), πρβλ. τρί ρριζος] … Dictionary of Greek